ισπανομαθής

ισπανομαθής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει μάθει την ισπανική γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισπανομαθής — ές ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + μαθής (< μάθος < θ. μαθ. τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. ελληνο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ισπανομάθεια — η [ισπανομαθής] η γνώση τής ισπανικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”